δίποδα

δίποδα
δίπους
two-footed
neut nom/voc/acc pl
δίπους
two-footed
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλινοδίποδα — τα, και κλινοδίποδες και κλινόποδες, οι σιδερένια και σπανίως ξύλινα δίποδα κατασκευάσματα, τα οποία χρησιμεύουν ως υποστηρίγματα κλινοσανίδων, τα στρίποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + δίποδα] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοποδίδες — (ornithopodidae). Στην παλαιοζωολογία, υπόταξη δεινόσαυρων, που περιλαμβάνει τις οικογένειες των ιγουανοδοντιδών της Ευρώπης και των τραχοδοντιδών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Έζησαν στη γη από τον άνω τριασικό έως τον κρητιδικό. Οι ο.… …   Dictionary of Greek

  • τετράποδος — η, ο / τετράποδος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράποδα ζωολ. γενική ονομασία τών σπονδυλοζώων που φέρουν δύο ζεύγη ποδιών προσαρμοσμένων στη χερσαία μετακίνηση, σε αντιδιαστολή προς τα δίποδα νεοελλ. το …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπίδες — (hominidae). Οικογένεια πρωτευόντων θηλαστικών που ανήκει στην υπεροικογένεια των ανθρωποειδών και περιλαμβάνει σήμερα μόνο το γένος άνθρωπος (homo), με μοναδικό είδος τον λογικόέμφρονα (sapiens). Τα κύρια χαρακτηριστικά των α. είναι: εγκέφαλος… …   Dictionary of Greek

  • εξιστενσιαλισμός — (existentialismus, από το λατινικό existentia που σημαίνει ύπαρξη). Το σύνολο διαφόρων φιλοσοφικών θεωριών που αναπτύχθηκαν τον 20ό αι., με βασικό κοινό στοιχείο τους την ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ταυτόσημοι όροι είναι ο υπαρξισμός, η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιστορίας της Φύσης Λεμεσού (Κύπρου) — Το μικρό αυτό μουσείο (Λεωφόρος 28ης Οκτωβρίου, Δημοτικός Κήπος) απευθύνεται κυρίως σε παιδιά, τα οποία θέλει να φέρει σε επαφή με την πανίδα και τη χλωρίδα της πατρίδας τους. Aποτελείται από ένα μικρό χώρο με τέσσερις προθήκες, στις οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”